Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δυσμηνόρροια η [δizminória] Ο27 : (ιατρ.) ακανόνιστη και επώδυνη εμμηνόρροια.
[λόγ. < γαλλ. dysménorrhée < dys- = δυσ- + ménorrhée < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhée = -ρροια (πρβ. έμμηνα)]



