Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δυσμαί
1 item total
δυσμαί οι [δizmé] Ο γεν. δυσμών, αιτ. δυσμάς : η δύση, μόνο στις λόγιες εκφράσεις εκ δυσμών, από δυτικά. προς δυσμάς, προς τα δυτικά. || (απαρχ. έκφρ.) περί τας δυσμάς του βίου του, προς το τέλος της ζωής του.

[λόγ. < αρχ. δυσμαί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go