Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσαρμονία
1 εγγραφή
δυσαρμονία η [δisarmonía] Ο25 : έλλειψη αρμονίας. 1. έλλειψη αναλογίας, ισορροπίας ή συντονισμένης λειτουργίας των μερών ενός συνόλου: Yπάρχει έντονη ~ στα αρχιτεκτονικά μέλη του οικοδομήματος. H ~ του ψυχικού βίου. || αντίθεση δυσάρεστη για τις αισθήσεις: ~ ήχων / χρωμάτων. 2. έλλειψη συμφωνίας, διαφορά απόψεων ή στόχων, που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη σύμπνοιας ή συνεργασίας: Yπάρχει ~ στις σχέσεις του ζευγαριού / των υπουργών της κυβέρνησης. || αντίθεση: H πρότασή του βρίσκεται σε πλήρη ~ με τα σημερινά δεδομένα.

[λόγ. < γαλλ. dysharmonie < dys- = δυσ- + αρχ. ἁρμονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες