Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δυσανάλογος
1 item total
δυσανάλογος -η -ο [δisanáloγos] Ε5 : που δε βρίσκεται σε αναλογία με κτ. άλλο, που είναι μεγαλύτερος, περισσότερος ή μικρότερος, λιγότερος από όσο πρέπει. ANT ανάλογος: H βιαιότητα της αντίδρασής του ήταν δυσανάλογη προς / με την αιτία που την προκάλεσε, μεγαλύτερη. Tα κέρδη του είναι δυσανάλογα προς τους κόπους του, μικρότερα. δυσανάλογα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ μεγάλα άκρα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα.

[λόγ. δυσ- ανάλογος μτφρδ. γαλλ. disproportionné]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go