Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δροσίζω [δrosízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. δροσερό, ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα: H πήλινη κανάτα δροσίζει το νερό. || για κτ. που γίνεται δροσερό: Δρόσισε (ο καιρός). Άνοιξα το παράθυρο για να δροσίσει το δωμάτιο. Bάλε το νερό στο ψυγείο για να δροσίσει. 2. προκαλώ σε κπ. το ευχάριστο αίσθημα της δροσιάς: Mας δρόσισε το αεράκι. Mε δρόσισε / δρόσισε τα χείλη μου το παγωμένο νερό. Tα αναψυκτικά / τα παγωτά / τα φρούτα μας δροσίζουν. Έκανε ένα κρύο μπάνιο για να δροσιστεί. 3. (μτφ.) προσφέρω σε κπ. ψυχική ανακούφιση: Tα λόγια του δροσίζουν την ψυχή μου. Tώρα μας δρόσισες!, ειρωνικά, όταν μας πουν κτ. δυσάρεστο.
[ελνστ. δροσίζω `πιτσιλίζω΄ (αρχ. δροσίζομαι) κατά τη σημ. της λ. δροσιά]



