Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δραστηριοποιώ [δrastiriopió] -ούμαι Ρ10.9 : α. παρακινώ κπ. να δράσει και μάλιστα με εντατικό ρυθμό: Οι οικολογικοί σύλλογοι έχουν δραστηριοποιηθεί για τη σωτηρία του περιβάλλοντος. β. κάνω κτ. να τεθεί σε ενέργεια ή να λειτουργήσει πιο εντατικά: Mε την κίνηση δραστηριοποιείται η κυκλοφορία του αίματος.
[λόγ. δραστήρι(ος) -ο- + -ποιώ]



