Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράκος
1 εγγραφή
δράκος ο [δrákos] Ο18 & δράκοντας ο [δrákondas] Ο5 θηλ. στη σημ. 1 δράκαινα [δráena] & δρακόντισσα [δrakóndisa] & δράκισσα [δráisa] Ο27 : 1α. (λαογρ.) φανταστικό ανθρωπόμορφο και ανθρωποφάγο τέρας με υπερφυσική δύναμη: Ο ~ του παραμυθιού. Έχει δράκου δύναμη. Tρώει σαν ~. || (θηλ.) η γυναίκα του δράκου. β. (μτφ.) κακός και σκληρός άνθρωπος. || χαρακτηρισμός πολύ επικίνδυνου βιαστή, στον οποίο αποδίδονται πολλά εγκλήματα. 2. μυθολογικό τέρας που το παρίσταναν συνήθ. με μορφή μεγάλου φτερωτού, πολυκέφαλου φιδιού, από το στόμα του οποίου έβγαιναν φλόγες: Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει το δράκοντα.

[μσν. δράκος < αρχ. δράκ(ων) `φίδι΄ με επίδρ. ανατολ. παραστάσεων, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)· μσν. δράκοντας < αρχ. δράκων, αιτ. -οντα· μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλ. φίδι΄ κατά τη σημ. των λ. δράκος, δράκοντας· δράκοντ(ας) -ισσα· δράκ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες