Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- δουκάτο 1 το [δukáto] Ο39 : χώρα ή περιοχή που ανήκει στη δικαιοδοσία ενός δούκα.
[λόγ. < μσν. δουκάτο(ν) < δούκ(ας) -άτον]
- δουκάτο 2 το : παλαιό ευρωπαϊκό νόμισμα, συνήθ. χρυσό, που η αξία του ποίκιλλε ανάλογα με τη χώρα όπου κυκλοφορούσε.
[μσν. δουκάτο(ν) < βεν. ducato]



