Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δοσολογία
1 item total
δοσολογία η [δosolojia] Ο25 : 1. ο συνολικός αριθμός των δόσεων ενός φαρμάκου που επιτρέπεται να πάρει ένας ασθενής σε μία μέρα. 2. ο καθορισμός της ποσότητας καθενός από τα συστατικά ενός φαρμακευτικού ή άλλου μείγματος.

[λόγ. δόσ(ις) -ο- + -λογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go