Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δορυφορικός
1 item total
δορυφορικός -ή -ό [δoriforikós] Ε1 : I. που έχει σχέση με τεχνητό δορυφόρο, κυρίως τηλεπικοινωνιακό: ~ σταθμός. Δορυφορική τηλεόραση, στην οποία η λήψη γίνεται με τη βοήθεια δορυφόρου. Δορυφορικά προγράμματα. II. ~ οικισμός, που αναπτύσσεται στην περιφέρεια μιας πόλης, από την οποία έχει κάποια μορφή εξάρτησης. δορυφορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δορυφόρ(ος) (στις σημ. I, II) -ικός (πρβ. αρχ. δορυφορικός `της φρουράς΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go