Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δοκησισοφία
1 item total
δοκησισοφία η [δokisisofía] Ο25 : (λόγ., μειωτ.) το χαρακτηριστικό γνώρισμα του δοκησίσοφου.

[λόγ. < ελνστ. δοκησισοφία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go