Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διώκτης ο [δióktis] Ο10 θηλ. διώκτρια [δióktria] Ο27 : 1α. αυτός που επιβάλλει ή εκτελεί μέτρα δίωξης ή διωγμού: Οι αστυνομικοί είναι διώκτες του εγκλήματος. Nέρων, ο μέγας ~ του χριστιανισμού. β. αυτός που καταδιώκει κπ. για να τον συλλάβει: Kατόρθωσε να ξεφύγει από τους διώκτες του. 2. αυτός που συστηματικά επιχειρεί με απροκάλυπτες και σκληρές μεθόδους να προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη σε κπ. ή να εμποδίσει την επικράτηση μιας ιδεολογίας ή θεωρίας: Aπηνής ~ του δημοτικισμού.
[λόγ. < ελνστ. διώκτης, διώκτρια]



