Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διχοτομώ [δixotomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (γεωμ.) διαιρώ κτ. σε δύο ίσα μέρη: ~ μία γωνία / μία έκταση. 2. χωρίζω ένα ενιαίο όλο σε δύο ίσα ή άνισα μέρη, συνήθ. για να υπογραμμίσω τις αρνητικές συνέπειες της διάσπασης: Ο ελληνισμός δε θα δεχτεί την Kύπρο διχοτομημένη. H σχολή διχοτομήθηκε σε δύο τμήματα.
[λόγ. < ελνστ. διχοτομῶ (αρχ. διχοτομοῦμαι)]



