Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διχοτομία
1 item total
διχοτομία η [δixotomía] Ο25 : 1. (λόγ.) διχοτόμηση. 2. (λογ.) η διαίρεση του όλου σε δύο μέρη, που διαφέρουν ριζικά κατά τη βάση της διαίρεσης, όπως π.χ. στην πρόταση: «Οι άνθρωποι διαιρούνται σε άντρες και σε γυναίκες».

[λόγ. < αρχ. διχοτομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go