Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δισύλλαβος
1 item total
δισύλλαβος -η -ο [δisílavos] Ε5 : που αποτελείται από δύο συλλαβές. || (ως ουσ.) το δισύλλαβο, δισύλλαβη λέξη.

[λόγ. < ελνστ. δισύλλαβος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go