Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διστακτικός
1 εγγραφή
διστακτικός -ή -ό [δistaktikós] & δισταχτικός -ή -ό [δistaxtikós] Ε1 : 1. που διστάζει να πει ή να κάνει κτ.: Ήταν πολύ ~, δε μου φάνηκε πρόθυμος να βοηθήσει. 2. για κτ. που δείχνει δισταγμό: Προχωρούσε με διστακτικά βήματα. || (γραμμ.) που χρησιμοποιείται για να δείξει φόβο ή ανησυχία για κτ. δυσάρεστο: Διστακτικοί σύνδεσμοι, π.χ. μη, μήπως. Διστακτικά επιρρήματα. Διστακτικές προτάσεις, ενδοιαστικές. διστακτικά & δισταχτικά ΕΠIΡΡ: Aπάντησε ~. Nέες μέθοδοι που άρχισαν να χρησιμοποιούνται ~.

[λόγ. < ελνστ. διστακτικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες