Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δισκοβόλος
1 item total
δισκοβόλος ο [δiskovólos] Ο18 : αθλητής που αγωνίζεται στη δισκοβολία.

[λόγ. < ελνστ. δισκοβόλος (για αγάλματα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go