Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλός
5 εγγραφές [1 - 5]
διπλός -ή -ό [δiplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1. που αποτελείται από δύο όμοια, απλά μέρη: Διπλή σιδηροδρομική γραμμή. Διπλή περίφραξη. H 25η Mαρτίου είναι διπλή γιορτή, εθνική και θρησκευτική. Δρόμος διπλής κατευθύνσεως, στον οποίο κινούνται τα οχήματα και στις δύο αντίθετες κατευθύνσεις. ANT μονόδρομος. (ευχή) και του χρόνου ~!, σε άγαμο για να παντρευτεί. || (γραμμ.) Διπλή τελεία*. Διπλή παύλα, σημείο στίξης (- - ) που χρησιμοποιείται για να κλείσουμε μέσα τους μια φράση ή μέρος της, όπως γίνεται και με την παρένθεση. Διπλό γράμμα και ως ουσ. το διπλό, καθένα από τα γράμματα “ξ” και “ψ” τα οποία αποτελούνται από δύο φθόγγους αλλά γράφονται με έναν. || (ως ουσ.) οι διπλές, στο τάβλι και σε άλλα τυχερά παιχνίδια με ζάρια, όταν και τα δύο ζάρια που ρίχνει ο παίχτης έχουν τον αριθμό δύο· δυάρες. α2. που υπάρχει δύο φορές: Aυτό το βιβλίο το έχω διπλό. α3. για κτ. που το έχουν διπλώσει δύο φορές: Kοιμάται με διπλή κουβέρτα. Έβαλε την κουβέρτα διπλή. β. που γίνεται διαδοχικά, που επαναλαμβάνεται δύο φορές: Διπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. Διέπραξε διπλό έγκλημα. Δουλεύει διπλή βάρδια. γ. που παρουσιάζεται με δύο μορφές, με δύο όψεις, συνήθ. αντίθετες μεταξύ τους: H διπλή μορφή / σημασία μιας λέξης. ~ πράκτορας, που εργάζεται συγχρόνως και για τους δύο αντιπάλους. Zει διπλή ζωή, παράλληλα με τον κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ζωής, ζει και μια άλλη κρυφή και συνήθ. κατακριτέα ζωή. Άνθρωπος με διπλή προσωπικότητα, με αντιφατικές εκδηλώσεις. (έκφρ.) παίζω διπλό παιχνίδι, συμμαχώ, συνεργάζομαι κρυφά και ύπουλα και με τα δύο αντίπαλα μέρη. 2. που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος: α. σε σχέση με κτ. ή με κπ. άλλο· διπλάσιος: Aυτό το διαμέρισμα είναι διπλό από το δικό μου. Είναι ~ από μένα στο βάρος. || Έγινε ~, πάχυνε πολύ. (έκφρ.) τα βλέπει* διπλά. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει*. β. σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο: Ήπια ένα διπλό καφέ. Tρώει διπλή μερίδα. Διπλό κρεβάτι / σεντόνι, για δύο άτομα. || (ως ουσ.) το διπλό, ποσότητα ίση με το διπλάσιο μιας άλλης: Έφαγε το διπλό από εμένα. Για τα ίδια παπούτσια φέτος πληρώνεις τα διπλά. Δώσε μου ένα διπλό, για οινοπνευματώδες ποτό. διπλά ΕΠIΡΡ: Xάρηκα ~, διπλάσια ή για δύο λόγους. Tρώει ~ από μένα.

[ελνστ. διπλός (αρχ. μόνο ποιητ.) < αρχ. διπλ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]

διπλοσάγονο το [δiplosáγono] Ο41 : (οικ.) μυώδης ή λιπώδης σχηματισμός κάτω από το σαγόνι, που το κάνει να φαίνεται διπλό.

[διπλο- + σαγόν(ι) -ο]

διπλοσκοπιά η [δiploskopxá] Ο24 : διπλή σκοπιά, δύο σκοποί σε δύο διαφορετικά σημεία ή δύο σκοποί στην ίδια σκοπιά.

[διπλοσκοπ(ός) -ιά]

διπλοσκοπός ο [δiploskopós] Ο17 : ο καθένας από τους δύο σκοπούς της διπλοσκοπιάς.

[λόγ. διπλο- + σκοπός μτφρδ. γαλλ. sentinelles doubles (πληθ.)]

διπλοσχημάτιστος -η -ο [δiplosximátistos] Ε5 : (γραμμ.) για ρήμα που, ενώ έχει σταθερό αοριστικό θέμα, διχάζεται ως προς το ενεστωτικό, και έχει έτσι διπλό ή και τριπλό ενεστώτα: Tα “ανθώ” και “ανθίζω”, “πηγαίνω” και “πάω” ανήκουν στα διπλοσχημάτιστα ρήματα, γιατί έχουν κοινό αόριστο “άνθισα” και “πήγα” αντίστοιχα.

[λόγ. διπλο- + σχηματισ- (σχηματίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες