Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλοσάγονο
1 εγγραφή
διπλοσάγονο το [δiplosáγono] Ο41 : (οικ.) μυώδης ή λιπώδης σχηματισμός κάτω από το σαγόνι, που το κάνει να φαίνεται διπλό.

[διπλο- + σαγόν(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες