Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διοργάνωση η [δiorγánosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διοργανώνω, η συστηματική προετοιμασία ενός έργου, στα πλαίσια ενός γενικότερου σχεδίου: H Ελλάδα ανέλαβε τη ~ των ολυμπιακών αγώνων του 2004. Aναλαμβάνω τη ~ συνεδρίων / δεξιώσεων / εκδρομών.
[λόγ. < ελνστ. διοργάνω(σις) `σχηματισμός΄ -ση]



