Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διοικώ
2 εγγραφές [1 - 2]
διοικώ [δiikó] -ούμαι Ρ10.9 : εκτελώ τη λειτουργία της διοίκησης, ασκώ διοίκηση σε μια δημόσια ή δημοσίου δικαίου επιχείρηση ή οργανισμό ή στο στρατό: H τράπεζα διοικείται από πολυμελές συμβούλιο. Ο ταγματάρχης διοικεί ένα τάγμα. Ξέρει να διοικεί, έχει διοικητικές ικανότητες. || ~ ένα κράτος, κυβερνώ.

[λόγ. < αρχ. διοικῶ]

διοικών -ούσα -ούν [δiikón] Ε12β : (λόγ.) που ασκεί διοίκηση: H διοικούσα επιτροπή. || (ως ουσ.) οι διοικούντες.

[λόγ. μεε. του ρ. διοικώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες