Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διμερής
1 item total
διμερής -ής -ές [δimerís] Ε10 : α. που αποτελείται από δύο μέρη. β. που αφορά δύο μέρη (ομάδες ή κράτη): Διμερές πρόβλημα. Διμερείς συμφωνίες. || που γίνεται ανάμεσα σε δύο μέρη, π.χ. ανάμεσα σε κράτη ή στους αντιπροσώπους τους: Διμερείς συμβάσεις / διαπραγματεύσεις / συμφωνίες. διμερώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διμερής, ελνστ. διμερῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go