Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δικτύωση η [δiktíosi] Ο33 : 1. δημιουργία ενός κύκλου γνωριμιών που μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού. 2. (τεχν.) σύνδεση με κάποιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο.
[λόγ. δικτυω- (δες δικτυώνω) -σις > -ση]



