Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δικαιωματικός
1 item total
δικαιωματικός -ή -ό [δikeomatikós] Ε1 : που απορρέει από ένα δικαίωμα. δικαιωματικά ΕΠIΡΡ: Παίρνω κτ. ~. Tο σπίτι μου ανήκει ~.

[λόγ. δικαιωματ- (δικαίωμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go