Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διεφθαρμένος
1 item total
διεφθαρμένος -η -ο [δiefθarménos] Ε3 μππ. του διαφθείρω : που τον έχουν διαφθείρει ή που έχει διαφθαρεί· ανήθικος·. α. που έχει χάσει κάθε ηθικό φραγμό, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο της ανηθικότητας: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Διεφθαρμένη γυναίκα. || (παρωχ.) σεξουαλικά ανήθικος, συνήθ. για γυναίκα. β. που προέρχεται από διεφθαρμένους ανθρώπους, που είναι αποτέλεσμα των ενεργειών και της συμπεριφοράς τους: Διεφθαρμένη κοινωνία / εξουσία. Διεφθαρμένο καθεστώς.

[λόγ. < αρχ. διεφθαρμένος `κατεστραμμένος΄ μππ. του ρ. διαφθείρω σημδ. γαλλ. corrompu]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go