Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διερμηνεία
1 item total
διερμηνεία η [δierminía] Ο25 : το έργο του διερμηνέα: Σχολή μετάφρασης και διερμηνείας.

[λόγ. < ελνστ. διερμηνεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go