Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διεργασία η [δierγasía] Ο25 : διαδικασία που γίνεται στο εσωτερικό ενός πολιτικού, κοινωνικού κτλ. χώρου, για να καταλήξει σε κτ. νέο: Aρχίζουν διεργασίες στα κόμματα, που φαίνεται ότι θα ανατρέψουν τα σημερινά δεδομένα. Οι επαναστάσεις είναι συνήθως αποτέλεσμα μακρών διεργασιών. Ψυχολογικές / πολιτιστικές διεργασίες.
[λόγ. < αρχ. διεργασ- (διεργάζομαι) `εκτελώ σχέδιο΄ -ία]