Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διδάκτορας
1 item total
διδάκτορας ο [δiδáktoras] Ο5 θηλ. διδάκτορας [δiδáktoras] : κάτοχος διδακτορικού διπλώματος (συντομογρ. δρ.): Έγινε / είναι ~ της φιλοσοφίας / του δικαίου του (τάδε) πανεπιστημίου. Aναγορεύτηκε επίτιμος ~. Yποψήφιος ~. Γυναίκα ~.

[λόγ. διδάκ(τωρ) -τορας για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go