Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διδάκτορας ο [δiδáktoras] Ο5 θηλ. διδάκτορας [δiδáktoras] : κάτοχος διδακτορικού διπλώματος (συντομογρ. δρ.): Έγινε / είναι ~ της φιλοσοφίας / του δικαίου του (τάδε) πανεπιστημίου. Aναγορεύτηκε επίτιμος ~. Yποψήφιος ~. Γυναίκα ~.
[λόγ. διδάκ(τωρ) -τορας για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



