Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαχύνω
1 item total
διαχύνω [δiaxíno] -ομαι Ρ1 : διαχέω.

[λόγ. μεταπλ. του ρ. διαχέω για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χέω > χύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go