Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαφωτίζω
1 item total
διαφωτίζω [δiafotízo] -ομαι Ρ2.1 : πληροφορώ κπ. σωστά, τον ενημερώνω για θέματα που αγνοεί ή για τα οποία έχει ελλιπείς ή λανθασμένες πληροφορίες: Πρέπει να διαφωτίσουμε τη νεολαία, ώστε να μην πέσει θύμα των ναρκωτικών. || ειρωνικά, όταν δε θεωρούμε τις εξηγήσεις και τις διευκρινίσεις ικανοποιητικές ή αξιόπιστες: Mήπως μπορείς να με διαφωτίσεις, εσύ που είσαι ενημερωμένος; Δε διαφωτίστηκα και πολύ με όσα μου είπε.

[λόγ. < ελνστ. διαφωτίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go