Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαταραχή
1 item total
διαταραχή η [δiataraxí] Ο29 : ανωμαλία στην κανονική λειτουργία ενός, ζωντανού κυρίως, οργανισμού ή τμήματός του: Διαταραχές της καρδιάς / των νεφρών / του πεπτικού / του αναπνευστικού / του κυκλοφορικού συστήματος. Ψυχικές / πνευματικές διαταραχές. Kληρονομικές / επίκτητες διαταραχές.

[λόγ. < ελνστ. διαταραχή `έντονη ανωμαλία΄ & σημδ. γαλλ. trouble]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go