Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διατήρηση η [δiatírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διατηρώ: ~ της γλώσσας / της θρησκείας. ~ σχέσεων με κπ. Εμπιστευθείτε σ΄ εμάς τη ~ της ομορφιάς σας. || (φυσ.) ~ της μάζας / της ενέργειας.
[λόγ. < ελνστ. διατήρη(σις) -ση]



