Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασώζω
1 εγγραφή
διασώζω [δiasózo] -ομαι Ρ αόρ. διέσωσα, απαρέμφ. διασώσει, παθ. αόρ. διασώθηκα, απαρέμφ. διασωθεί : α. σώζω κπ. από κίνδυνο, συνήθ. θανάσιμο: Σωστικά μέσα κάθε είδους αγωνίζονται να διασώσουν τους ναυαγούς. Ο πιλότος του αεροπλάνου διασώθηκε πέφτοντας με αλεξίπτωτο. β. εμποδίζω την καταστροφή ή την απώλεια κάποιου πράγματος, κάποιου υλικού αγαθού: Ό,τι διασώθηκε μετά την πυρκαγιά / από την αρχαία γραμματεία. Nα διασώσουμε το λαϊκό μας πολιτισμό.

[λόγ. < αρχ. διασῴζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες