Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διαμηνύω [δiaminío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διεμήνυσα, απαρέμφ. διαμηνύσει : (λόγ.) παραγγέλλω σε κπ. κτ. μέσο κάποιου άλλου.
[λόγ. < μσν. διαμηνύω, ελνστ. σημ.: `υποδεικνύω καθαρά΄]



