Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαμένω
1 item total
διαμένω [δiaméno] Ρ αόρ. διέμεινα, απαρέμφ. διαμείνει : (λόγ.) μένω, κατοικώ κάπου: Γεννήθηκε στην Aθήνα, διαμένει όμως στη Θεσσαλονίκη.

[λόγ. < αρχ. διαμένω `παραμένω΄ σημδ. γαλλ. résider]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go