Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διαμένω [δiaméno] Ρ αόρ. διέμεινα, απαρέμφ. διαμείνει : (λόγ.) μένω, κατοικώ κάπου: Γεννήθηκε στην Aθήνα, διαμένει όμως στη Θεσσαλονίκη.
[λόγ. < αρχ. διαμένω `παραμένω΄ σημδ. γαλλ. résider]



