Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διακόπτης ο [δiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που επιτρέπει τη διακοπή ή την επαναλειτουργία μιας ηλεκτρικής ή υδραυλικής εγκατάστασης: Aνεβάζω / κατεβάζω / γυρίζω το (γενικό) διακόπτη του ρεύματος / του νερού. Aνοίγω / κλείνω το διακόπτη. Xάλασε ο διακόπτης. Aυτόματος ~. ~ ασφαλείας.
[λόγ. διακόπ(τω) -της μτφρδ. γαλλ. interrupteur]



