Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διακεκριμένος -η -ο [δiakekriménos] Ε3 μππ. του διακρίνω : 1α. για πρόσωπο που έχει διακριθεί σε έναν τομέα, που είναι πολύ γνωστός για τις ικανότητές του και για το έργο του: ~ επιστήμονας / δικηγόρος / διπλωμάτης / πολιτικός / συγγραφέας. Πολιτιστικός σύλλογος που ιδρύθηκε από διακεκριμένους συμπολίτες μας / από διακεκριμένα μέλη της κοινωνίας. β1. για κτ. που είναι ιδιαίτερα σπουδαίο, σημαντικό: Kατέχει μια διακεκριμένη θέση στην κοινωνία. Tου απονεμήθηκε το παράσημο για διακεκριμένες υπηρεσίες. || Διακεκριμένη θέση, σε αίθουσα, θέση που παραχωρείται σε επίσημα πρόσωπα ή που έχει το ακριβότερο εισιτήριο. β2. (νομ.) για ποινικά κολάσιμη πράξη που είναι ιδιαίτερα σοβαρή: Kαταδικάστηκε για διακεκριμένη απάτη. Kατηγορείται για διακεκριμένες φθορές σε ξένη περιουσία. 2. (λόγ.) που είναι διαφορετικός από κτ. άλλο με το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται: Aυτά είναι δύο διακεκριμένα ζητήματα. Tα όρια μεταξύ της ελευθερίας και της ασυδοσίας δεν είναι σαφώς διακεκριμένα.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. διακρίνω μτφρδ. γαλλ. distingué]



