Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαιτολόγος
1 εγγραφή
διαιτολόγος ο [δietolóγos] Ο18 θηλ. διαιτολόγος [δietolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη διαιτητική: Οι συμβουλές του διαιτολόγου βοηθούν για μια σωστή και αποτελεσματική δίαιτα.

[λόγ. δίαιτ(α) 1 -ο- + -λόγος απόδ. γαλλ. diététicien (< diététique < αρχ. διαιτητική)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες