Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διαθέτω [δiaθéto] -ομαι, διατίθεμαι [δiatíθeme] Ρ αόρ. διέθεσα, απαρέμφ. διαθέσει, παθ. διατίθεμαι, διατίθεσαι, διατίθεται, διατιθέμεθα, διατίθεστε, διατίθενται, και (προφ.) διαθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) διετίθετο, διετίθεντο, αόρ. διατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διετέθη, διετέθησαν, απαρέμφ. διατεθεί, μππ. διατεθειμένος* : 1α. έχω κτ., μου ανήκει κτ. και μπορώ να το χρησιμοποιήσω: Διαθέτει μεγάλη περιουσία / προίκα. Διαθέτει ευφυΐα / εξυπνάδα / μυαλό / ικανότητες. Διαθέτει φίλους στην κυβέρνηση. || Πώς διαθέτεις τον ελεύθερο χρόνο σου; β. έχω κτ. και το προσφέρω για χρήση, για κατανάλωση: Tο ξενοδοχείο διαθέτει κλιματισμό / πισίνα. Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Είναι λίγα τα χρήματα που διατίθενται κάθε χρόνο για την εκπαίδευση. 2α. δίνω, παραχωρώ σε κπ. κτ. που μου ανήκει συνήθ. για να το χρησιμοποιήσει: Mου διαθέτεις το αυτοκίνητό σου για σήμερα; Tο κράτος αποφάσισε να διαθέσει σπίτια στους πρόσφυγες. Διέθεσε την περιουσία του στο πανεπιστήμιο. β. πουλώ: Tο κατάστημα διαθέτει τα αποθέματά του σε χαμηλές τιμές. Εμπορεύματα που διατίθενται σε χαμηλή τιμή. γ. ξοδεύω, δαπανώ: H ομάδα διέθεσε πολλά χρήματα για την απόκτηση νέων παικτών. 3. (παθ., σπάν., για πρόσ.) είμαι διατεθειμένος.
[λόγ. < αρχ. διατίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω (δες λ.) & σημδ. γαλλ. disposer· λόγ. < αρχ. διατίθεμαι]



