Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαθέσιμος
1 item total
διαθέσιμος -η -ο [δiaθésimos] Ε5 : που είναι στη διάθεσή μας, ώστε να μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε: Ο ~ χρόνος. Διαθέσιμα χρήματα / εμπορεύματα / εισιτήρια. Aντιμετώπισαν την κατάσταση με όλα τα διαθέσιμα μέσα. || (για πρόσ.): Είμαι ~, έχω ελεύθερο χρόνο, προσφέρομαι για να κάνω κτ. || (ως ουσ., οικον.) το διαθέσιμο, για αξίες που εύκολα ρευστοποιούνται: Διαθέσιμο σε συνάλλαγμα / σε συναλλαγματικές / σε ομόλογα. Aύξηση / μείωση των διαθεσίμων μιας τράπεζας.

[λόγ. διάθεσ(ις) -ιμος μτφρδ. γαλλ. disponible]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go