Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαβάλλω
1 item total
διαβάλλω [δiaválo] -ομαι Ρ πρτ. διέβαλλα, αόρ. διέβαλα, απαρέμφ. διαβάλει, παθ. αόρ. διαβλήθηκα, απαρέμφ. διαβληθεί : κατηγορώ κπ. σε τρίτους ψευδώς και με ύπουλο τρόπο: Mε διαβάλλει διαρκώς στους συναδέλφους μου. Συνεχώς διαβάλλει και συκοφαντεί τους αντιπάλους του.

[λόγ. < αρχ. διαβάλλω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go