Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διάχυτος
1 item total
διάχυτος -η -ο [δiáxitos] Ε5 : 1. που διαχέεται παντού, που είναι διασκορπισμένος προς όλες τις κατευθύνσεις: Όλα φωτίζονται από το διάχυτο φως της ημέρας. || ~ καρκίνος, που έχει κάνει μεταστάσεις σε όλο το σώμα. 2. (μτφ.) για κατάσταση που αναφέρεται σε πολλούς ανθρώπους, χωρίς να δηλώνεται συγκεκριμένα σε ποιους: Yπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Επικρατούσε ένας ~ φόβος / μια διάχυτη αισιοδοξία / ανησυχία.

[λόγ. < μσν. διάχυτος < διαχυ- (θ. του αρχ. διαχέω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go