Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διάσωση
1 item total
διάσωση η [δiásosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασώζω: Πλοία και ελικόπτερα σπεύδουν για τη ~ των ναυαγών. Επείγει η ~ των αρχαίων μνημείων.

[λόγ. < ελνστ. διάσω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go