Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διάσωση η [δiásosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασώζω: Πλοία και ελικόπτερα σπεύδουν για τη ~ των ναυαγών. Επείγει η ~ των αρχαίων μνημείων.
[λόγ. < ελνστ. διάσω(σις) -ση]