Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διάρθρωση η [δiárθrosi] Ο33 : διάταξη, σύνδεση των επί μέρους στοιχείων ενός ενιαίου συνόλου: H ~ ενός λογοτεχνικού έργου / των υπηρεσιών ενός υπουργείου. Οικονομική / ταξική ~ μιας κοινωνίας. H ~ των ακτών μιας χώρας. || (κοινων.): Kοινωνικές διαρθρώσεις. || (ανατ.): H ~ των οστών, άρθρωση που καλύπτεται με χόνδρο.
[λόγ. < αρχ. διάρθρω(σις) -ση]



