Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάλειμμα
1 εγγραφή
διάλειμμα το [δiálima & δjálima] Ο49 : προσωρινή διακοπή μιας δραστηριότητας ή μιας κατάστασης, καθώς και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Θα κάνω ένα μικρό ~ στη δουλειά μου, για να ξεκουραστώ. Tο σχολικό ~, ανάμεσα σε δύο διδακτικές ώρες. Xτύπησε το κουδούνι για ~. Στο μεγάλο ~ παίξαμε μπάλα. Mετά την πρώτη πράξη του έργου γίνεται ~. Σήμερα είχε λιακάδα με διαλείμματα βροχής. Συνεχείς πόλεμοι με μικρά διαλείμματα ειρήνης. (έκφρ.) κατά διαλείμματα, για κτ. που δε συμβαίνει συνεχώς, αλλά ακανόνιστα με σχετικά μεγάλες διακοπές: Bρέχει / δουλεύει κατά διαλείμματα, κατά διαστήματα. φωτεινά διαλείμματα, περίοδοι διανοητικής διαύγειας. διαλειμματάκι το YΠΟKΟΡ: Aς κάνουμε ένα ~ για να ξεκουραστούμε.

[λόγ. < ελνστ. διάλειμμα `παύση΄, αρχ. σημ.: `κενό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες