Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διάκονος ο [δiákonos] Ο19 θηλ. διακόνισσα* : (εκκλ.) κληρικός που έχει τον κατώτερο από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης· διάκος· (πρβ. ιεροδιάκονος): Xειροτονήθηκε ~. Άμφια διακόνου.
[λόγ. < ελνστ. διάκονος, αρχ. σημ.: `υπηρέτης΄]



