Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δημοτικότητα
1 item total
δημοτικότητα η [δimotikótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι αγαπητός, αρεστός, συμπαθής στο κοινό: Aνέβηκε / έπεσε η ~ του πρωθυπουργού. Mειώνεται συνεχώς η ~ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

[λόγ. δημοτικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. popularité]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go