Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δημοσιότητα η [δimosiótita] Ο28 : κοινωνικό πεδίο, όπου τα γεγονότα ή τα πρόσωπα είναι ή γίνονται ευρέως γνωστά: Στο θέμα δόθηκε / το θέμα πήρε ~. Mεγάλη / ευρεία / πλατιά ~. Kυνηγάει τη ~. Έπεσαν επάνω του οι προβολείς της δημοσιότητας. (έκφρ.) τα φλας* της δημοσιότητας. ΦΡ βλέπω το φως της δημοσιότητας, γίνομαι γνωστός, δημοσιεύομαι.
[λόγ. δημόσι(ος) -ότης > -ότητα απόδ. γαλλ. publicité]



