Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δημοσιοποίηση
1 item total
δημοσιοποίηση η [δimosiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δημοσιοποιώ.

[λόγ. δημοσιοποιη- (δημοσιοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go