Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοκράτης
1 εγγραφή
δημοκράτης ο [δimokrátis] Ο10 θηλ. δημοκράτισσα [δimokrátisa] Ο27 : οπαδός του δημοκρατικού πολιτεύματος, υποστηρικτής των αρχών και των θεσμών της δημοκρατίας: Οι αγώνες των δημοκρατών κατά του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. || (ως επίθ.): Δημοκράτες αγωνιστές.

[λόγ. < γαλλ. démocrate < démo(cratie) = δημο(κρατία) -κράτης, κατά το aristocrate = αριστοκράτης (διαφ. το μσν. δημοκράτης `αρχηγός ενός δήμου (Πράσινων, Βένετων)΄)· λόγ. δημοκράτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες